απρακτος

απρακτος
    ἄπρακτος
    ἄ-πρακτος
    эп.-ион.-дор. ἄπρηκτος 2
    1) бесполезный, бесцельный, напрасный, тщетный
    

(πόλεμος Hom.; βοήθεια Polyb.; μεληδόνες Plut.)

    2) ничего не добившийся, не достигший цели
    

(ἀπεχώρησαν ἄπρακτοι Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Plut.)

    3) бесплодный, по др. невозделанный
    

(γῆ Plut.)

    4) проводимый в бездействии, нерабочий
    

(ἡμέραι Plut.)

    5) неисполненный, несделанный Dem.
    

μη τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα γίγνηται Xen. — чтобы не запустить государственных дел;

    οὐκ ἄ. τινι εἶναι Soph. — не иметь покоя от кого-л.

    6) неутолимый, неисцелимый
    

(ὀδύναι Hom.)

    7) неотвратимый, неодолимый, неминуемый
    

(ἀνίη Hom.)

    8) бездеятельный, бездействующий
    

(ἄ. καὴ ἀργός Plat.; κηδευτής Arst.)

    φόβων ἀπρακτότατος Plut. — не внушающий никакого страха


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "απρακτος" в других словарях:

  • άπρακτος — άπρακτος, η, ο και άπραχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έπραξε, δεν κατάφερε κάτι: Πήγε και φρόντισε, αλλά γύρισε άπρακτος. 2. αυτός που δεν πράχτηκε, δεν έγινε: Τελικά το έγκλημα είχε μείνει άπραχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄπρακτος — ἄπρᾱκτος , ἄπρακτος unavailing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπρακτος — βλ. άπραχτος …   Dictionary of Greek

  • ἀπρήκτως — ἄπρακτος unavailing adverbial (epic ionic) ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπρηκτον — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc sg (epic ionic) ἄπρακτος unavailing neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοιο — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοις — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοισι — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτοισιν — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτου — ἄπρακτος unavailing masc/fem/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρήκτους — ἄπρακτος unavailing masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»